αναμαζεύω

αναμαζεύω
1. μαζεύω από εδώ κι από εκεί, περιμαζεύω, περισυλλέγω
2. τακτοποιώ
3. (για μακριά ρούχα) ανασύρω, ανασηκώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”